ἐγγράψει

ἐγγράψει
ἐγγράφω
make incisions into
aor subj act 3rd sg (epic)
ἐγγράφω
make incisions into
fut ind mid 2nd sg
ἐγγράφω
make incisions into
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • φιλιππικός — Αυτοκράτορας του Βυζαντίου (711 – 713). Αρμένιος στην καταγωγή, ήταν ο επικεφαλής της επανάστασης που ξέσπασε ενάντια στον Ιουστινιανό B’ τον Ρινότμητο, η οποία μάλιστα υποστηριζόταν από τους Χαζάρους (710). Ο Αρμένιος Βαρδάνης, που αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • Πέρσελ, Χένρι — (Purcell, Λονδίνο 1659 – 1695). Άγγλος συνθέτης. Αφού τελειοποιήθηκε στο Βασιλικό Παρεκκλήσιο, διορίστηκε (1679) οργανίστας στο αβαείο του Ουεστμίνστερ και αργότερα (1682) συνθέτης του βασιλιά. Από τους μεγαλύτερους και τους πιο αγαπητούς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”